κουλούκι

κουλούκι
το
1. κουτάβι.
2. χαρακτηρισμός τυφλού. 3. νόθο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κουλούκι — το (Μ κουλούκι[ν]) το νεογνό τού σκυλιού ή τής αρκούδας, κουτάβι ή αρκουδάκι νεοελλ. 1. νόθο παιδί 2. τυφλός 3. υπολείμματα φύλλων καπνού μσν. (υβριστικά) ανόητος, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυλάκιον, με κώφωση < σκυλάκιον, με αποκοπή τού… …   Dictionary of Greek

  • κουλουκιά — η [κουλούκι] φτωχικό, απλό κρεβάτι …   Dictionary of Greek

  • κουλουκιάζω — στριμώχνομαι σε μια θέση, μαζεύομαι σε μια γωνιά σαν σκυλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουλούκι] …   Dictionary of Greek

  • κουτούκι — I (λ. τουρκ.) 1. στραβός. 2. κουλούκι. 3. κούτσουρο. II υπόγειο στενό ή μικρό, μικρό καφενείο ή εστιατόριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”